απολλώνειος

απολλώνειος
κ. -νιος, -α, -ο (Α ἀπολλώνιος, -ον)
ο σχετικός με τον Απόλλωνα
νεοελλ.
νεανικός, ωραίος («απολλώνειο παράστημα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”